κίνδυνος

κίνδυνος
Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα επέλευσης βλάβης σε πρόσωπα ή πράγματα. Το στοιχείο της αβεβαιότητας μπορεί να είναι αντικειμενικό ή υποκειμενικό. Κάθε περίπτωση αβεβαιότητας δεν στοιχειοθετεί την έννοια του κ., αλλά κάθε περίπτωση κ. χαρακτηρίζεται από ένα ποσοστό αβεβαιότητας, είτε αυτή γίνεται αντιληπτή από το άτομο είτε όχι. Ο κ. έχει μεγάλη σημασία για την οικονομική και ιδιαίτερα τη συναλλακτική δραστηριότητα των ατόμων και των ομάδων, η οποία αντανακλά σημαντικά στη νομική ρύθμισή τους. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται από τους οικονομολόγους για να υποδηλώσει κάθε κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας δεν μπορεί να προβλεφθεί απόλυτα μια σειρά πιθανών γεγονότων που οδηγούν σε ένα οικονομικό αποτέλεσμα. Η έννοια του κ. χρησιμοποιείται πολύ στις εμπορικές σχέσεις και ιδιαίτερα στις ασφαλιστικές συμβάσεις, όπου, με βάση το ποσοστό των πιθανοτήτων επέλευσής του, καθορίζεται η δυνατότητα ή όχι ασφάλισης διαφόρων περιπτώσεων ευθυνών. Για τον σκοπό αυτό έχουν επινοηθεί και ειδικές ασφαλιστικές μέθοδοι για τη μέτρηση του κ., με προσπάθεια να ελεγχθεί ο υποκειμενικός κ. και να σταθμιστεί, μέσα σε ένα πλήθος περιπτώσεων, ο αντικειμενικός κ. και οι οικονομικές του επιπτώσεις. (Νομ.) Ο όρος κ. χρησιμοποιείται σε κάθε κλάδο του δικαίου με σαφή διάκριση ως προς το περιεχόμενό του. Γενικά σημαίνει τη ζημιά η οποία οφείλεται σε γεγονός ανεξάρτητο από τη συμπεριφορά και τη θέληση των ενδιαφερομένων (τυχαίο γεγονός, ανώτερη βία). Ειδικότερη σημασία έχει ο όρος σε ό,τι αφορά τους επαγγελματικούς κ. που προϋποθέτει η ανάπτυξη της βιομηχανίας. Ήδη έχει επικρατήσει η άποψη ότι οι συνέπειες του κ. βαρύνουν τον εργοδότη (βιομήχανο ή επιχειρηματία), ο οποίος καρπώνεται και τα κέρδη. Στην Ελλάδα ο εργοδότης ευθύνεται για τις συνέπειες από κάθε βίαιο ατύχημα το οποίο μπορεί να συμβεί στον εργαζόμενο την ώρα της εργασίας του, χωρίς ο τελευταίος να υποχρεούται να αποδείξει υπαιτιότητα του εργοδότη, όπως συμβαίνει γενικά στο δίκαιο των ατυχημάτων.
* * *
και κίντυνος, ο και κίντυνο, το (ΑΜ κίνδυνος, Μ και κίνδυνον, το, Α και κίνδυν, -υνος)
1. επαπειλούμενο κακό, απειλή άμεσου υπαρκτού κακού (α. «κίνδυνος ηλεκτροπληξίας» β. «συνάρασθαι τὸν κίνδυνον τῆς μάχης», Θουκ.
γ. «ἀλλ' οὕτως ἐπεπείσμην μέγαν εἶναι τὸν κατειληφότα κίνδυνον τήν πόλιν», Δημοσθ)
2. πιθανότητα να συμβεί κάτι δυσάρεστο ή καταστρεπτικό (α. «η εξωτερική τους πολιτική εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη χώρα» β. «διατρέχουμε μεγάλο κίνδυνο από τη μόλυνση τού περιβάλλοντος» γ. «τίς ἡμᾱς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῡ Χριστοῡ; θλῑψις... ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (νομ. α) η ζημία που προέρχεται από τυχαίο γεγονός
β) φρ. «φέρω τον κίνδυνο», υφίσταμαι τη ζημιά από τυχαίο γεγονός
γ) «επαγγελματικός κίνδυνος» — ο κίνδυνος που διατρέχει ο εργαζόμενος από ατύχημα αναίτιο την ώρα τής εργασίας του
2. φρ. α) «κρούω τον κώδωνα τού κινδύνου» — προειδοποιώ για κάποιο επικείμενο κακό εφιστώντας την προσοχή τών ενδιαφερομένων
β) «κίνδυνος-θάνατος» ή «προσοχή κίνδυνος» — επιγραφή με την οποία απαγορεύεται η προσέγγιση σε ένα μέρος ή η επαφή με ένα αντικείμενο επειδή θεωρούνται επικίνδυνα για την ανθρώπινη ζωή
γ) ναυτ. «σήματα κινδύνου» — σήματα τα οποία στέλνει ένα πλοίο που χρειάζεται άμεση βοήθεια
δ) «έξοδος κινδύνου» — επιγραφή με την οποία δηλώνεται ότι η έξοδος χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης
ε) «υπ' αριθ. 1 κίνδυνος» — η μέγιστη απειλή
στ) «δημόσιος κίνδυνος» — χαρακτηρισμός ατόμου, ομάδας ή φαινομένου, τών οποίων η δράση ή η επίδραση αποτελεί απειλή για την κοινωνία
αρχ.
1. προσπάθεια, τόλμημα
2. μάχη, πόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. θ. κι-νδ- (ρίζα κι-, πρβλ. κίω, κινῶ, + πρόσφυμα -νδ-), όπως διαπιστώνεται και στον λεσβιακό τ. κίνδ-υν, γεν. κίνδ-υνος, και συνδέεται με τον τ. κίνδαξ*. Κατ' άλλους, η λ. προέρχεται με ανομοίωση από το σύνθετο *κύν-δυνος, τού οποίου ως α' συνθετικό θεωρείται ο τ. κύων με σημ. «κακή ζαριά» και ως β' συνθετικό ένας τ. με θ. δυ-, πρβλ. αρχ. ινδ. dīvyati «παίζω ζάρια» και dyŭta- «παιχνίδι με ζάρια», με ανάλογη σημασία. Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι η λ. είτε είναι μικρασιατικής προελεύσεως είτε ανήκει στο προελληνικό υπόστρωμα. Ο τ. κίνδυνος θεωρούνταν όρος τού παιχνιδιού τών ζαριών και, γι' αυτό, συνδέεται σημασιολογικά με την έννοια τής αβέβαιης τύχης
έτσι η λ. συσχετίζεται και με τη φρ. «κινῶ λίθον», η οποία χρησιμοποιούνταν και ως όρος αυτού τού παιχνιδιού και με μτφ. σημ. «διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω». Ο μσν. τ. κίνδυνο, τὸ < κίνδυνος, με αλλαγή γένους (πρβλ. κόκκαλος: κόκ[κ]αλο), ενώ ο νεοελλ. τ. κίνδυνος προήλθε με ηχηροποίηση (πρβλ. δένδρο: δέντρο).
ΠΑΡ. κινδυνεύω, κινδυνώδης
μσν.
κινδυνάρης.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ακίνδυνος, επικίνδυνος, μικροκίνδυνος, ριψοκίνδυνος, φιλοκίνδυνος
αρχ.
ανεπικίνδυνος, εθελοκίνδυνος, ισοκίνδυνος, κερβεροκίνδυνος, μεγαλοκίνδυνος, πολυκίνδυνος, πυκνοκίνδυνος, υποκίνδυνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κίνδυνος — κίνδυνος, ο και κίντυνος, ο 1. κακό ή καταστροφή που απειλείται: Διέφυγε τον κίνδυνο. 2. πιθανή δυσάρεστη έκβαση, φόβος πιθανού κακού: Δεν απομακρύνθηκε ο κίνδυνος πολέμου με την Τουρκία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνδυνος — κίνδῡνος , κίνδυνος danger masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινδυνώ — [κίνδυνος] διατρέχω κίνδυνο, κινδυνεύω …   Dictionary of Greek

  • πολυκίνδυνος — ον, Α 1. πολύ επικίνδυνος 2. αυτός που έχει εκτεθεί σε πολλούς κινδύνους, που έχει περάσει πολλούς κινδύνους 3. ο συνηθισμένος στους κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κίνδυνος (< κίνδυνος), πρβλ. επι κίνδυνος, φιλο κίνδυνος] …   Dictionary of Greek

  • бѣда — БѢД|А (640), Ы с. 1.Беда, бедствие, несчастье: Въ влънахъ житиискахъ ѥси. въ боури ли морьскѣи бѣдоу приѥмлеши. показаю ти с҃ноу мои. истиньна˫а пристанища. Изб 1076, 14; она же соуща въ такои бѣдѣ много мол˫астас˫а ст҃ыма страстотрьпьцема. СкБГ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • ριψοκίνδυνος — η, ο / ῥιψοκίνδυνος ον ΝΜΑ 1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ. β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • τριπλοκίνδυνος — ὁ, Μ 1. τριπλός κίνδυνος, μεγάλος κίνδυνος 2. ως επίθ. ο τρεις φορές επικίνδυνος, πολύ επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλόος/ οῦς + κίνδυνος] …   Dictionary of Greek

  • Comparison of European road signs — Example of Swiss sign near Lugano Despite an apparent uniformity and standardization, European traffic signs presents relevant differences between countries. However most European countries refer to the 1968 Vienna Convention on Road Signs and… …   Wikipedia

  • Comparaison des panneaux de signalisation routière en Europe — Ceci est une comparaison des panneaux routiers dans 16 pays européens. (Pour voir cet article correctement, assurez vous que la résolution de votre écran est élevée. Sinon, effectuer un zoom arrière de votre navigateur Web) Allemagne, France,… …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”